ABOUT

CONTACT

SUBSCRIBE

ArtNEWS

 Lizzie Calligas - Λίζη Καλλιγά

 Leda Papaconstantinou - Λήδα Παπακωνσταντίνου

 

 "Two doors, Two windows"  -  "Δύο Πόρτες-Δύο Παράθυρα"

 

  Agios Nikolaos monastery (Spetses)  - Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου (Σπέτσες)

 

 

  Εγκαίνια: 7 Αυγούστου 2020, ώρα 20:00

  Διάρκεια έκθεσης: 7 Αυγούστου-14 Σεπτεμβρίου 2020

 

Το Εκκλησιαστικό Μουσείο Σπετσών οργανώνει την εικαστική έκθεση, με τίτλο: «Δύο Πόρτες-Δύο Παράθυρα», με έργα της Λίζης Καλλιγά και της Λήδας Παπακωνσταντίνου, στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου (Παλιό Λιμάνι, Σπέτσες).

 

Η έκθεση συνοδεύεται από ένα πολύπτυχο, δίγλωσσο, έντυπο, το οποίο διανέμεται δωρεάν στους επισκέπτες και περιλαμβάνει εικόνες και ένα κείμενο του Ιστορικού Τέχνης Ντένη Ζαχαρόπουλου.

 

Οι δύο καλλιτέχνιδες, κάτοικοι πολίτες των Σπετσών εδώ και πολλά χρόνια, παρουσιάζουν μια επιλογή από έργα που αφορούν διαφορετικές στιγμές της σχέσης τους με το νησί, την ιστορία του, τους ανθρώπους και την φυσική ομορφιά του.

 

Στις δύσκολες μέρες που περνάμε, η έκθεση αυτή φιλοδοξεί να αποτελέσει όαση ελπίδας και αισιοδοξίας, που πηγάζει από τις ιδιαίτερες σχέσεις, τις οποίες ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί με το περιβάλλον, είτε αυτό είναι ανοιχτό είτε κλειστό.

Δυο πόρτες, Δυο παράθυρα.

 

Ντένης Ζαχαρόπουλος

 

 

 

Με δυο λόγια και χωρίς μεγάλες θεωρίες, γνωρίζουμε πως η Λίζη Καλλιγά κι η Λήδα Παπακωνσταντίνου, η κάθε μια με τον τρόπο της, είναι Σπετσιώτισσες, από την ιστορία τους όσο κι από επιλογή τους, είναι παλιές κι αγαπημένες φίλες, είναι σημαντικοί εικαστικοί καλλιτέχνες και μοιράζονται με τις πολύπλευρες προσωπικότητες τους, τις διαφορές τους και τις πολλαπλές εκφάνσεις της τέχνης τους, της ζωής τους, του νησιού, της κοινωνίας και της θέσης τους στον κόσμο.

 

Όπως στην αίθουσα του μοναστηριού του Άγιου Νικόλα, όπου συνευρίσκονται σ’ αυτή την έκθεση, τυχαίνει να υπάρχουν από τη μια μεριά δυο πόρτες κι από την άλλη, δυο παράθυρα, η συγκυρία αυτή εκφράζει με ακρίβεια, τόσο τη συμπληρωματικότητα ανάμεσα στις δυο, όσο και πιο ουσιαστικά, τους τρόπους που η κάθε μια έχει επιλέξει να δρα και να πράττει στο έργο της όσο και να βιώνει τη θέση της στον κόσμο.

 

Η σύμπτωση αυτή ξύπνησε μνήμες από τη φιλοσοφία, κι ιδιαίτερα από τον Αριστοτέλη και τους μετέπειτα αριστοτελικούς που αφορά σε γενικές γραμμές, στο ότι έχουμε δυο τρόπους να βιώνουμε στο δρόμο προς την ευδαιμονία και την αρετή, προς την ολοκλήρωση του έργου που ορίζει και το τελικό αγαθό που αγγίζει το στόχο και συνιστά για τον καθένα και για όλους, την ουσία της ζωής.

 

Αυτοί οι τρόποι είναι ο θεωρητικός βίος που βασίζεται στο να κοιτά κανείς σκεπτόμενος από κριτική απόσταση τον κόσμο (ας θυμηθούμε την έννοια του θεωρείου στο θέατρο που λειτουργεί συγχρόνως σαν εποπτεία του έργου και σαν θέαση της σκηνής) και ο πρακτικός βίος που βασίζεται στην πράξη που οδηγεί μέσα από την κίνηση και τη δράση να αγγίξουμε από κοντά τις αρετές και τα πάθη του κόσμου (όπως στο θέατρο,  η έννοια της πράξης αφορά όχι μόνον κάτι που πράττει κάποιος, αλλά μεγάλες ενότητες ως ένα σύνολο και μια αλληλουχία προσώπων και πράξεων).

 

Ας συγχωρήσουν οι ειδικοί μια τόσο μεγάλη απλούστευση του Αριστοτέλη, αλλά κι αυτοί που μετέφεραν τη σκέψη του στους νεότερους χρόνους, ο Αυγουστίνος κι ο Ακινάτης, άφησαν λατινιστί, ανάλογους όρους ως προς το πως ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει τον κόσμο, είτε ambulando (εν κινήσει, εν ενεργεία), είτε contemplando (ατενίζοντας, θεωρώντας σκεπτόμενος).

 

Ο πρώτος λοιπόν τρόπος, είναι σαν την πόρτα, που ανοίγεις  για να βγεις στους δρόμους και να περιφερθείς στον κόσμο. Κι αφορά εδώ, αυτό που κάνει η Λήδα Παπακωνσταντίνου, από τη μέρα που ξαναγύρισε στις Σπέτσες μετά το Λονδίνο, κι έκανε το έργο της στους δρόμους του νησιού, με τους κατοίκους, παίζοντας θέατρο με μικρούς και μεγάλους, σε δρόμους και πλατείες, με τη ζωή της και τη ζωή τους, μέσα από τις τέχνες και τις δεξιότητες του καθενός, με την εργασία και τα επαγγέλματα που έφτιαχναν μια κοινωνία που γνώρισε εκ των έσω, από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αυτή την κοινωνία που σήμερα ο τουρισμός σιγά σιγά μετατρέπει σε κάτι άλλο που ακόμα ίσως δεν έχει όνομα, ενώ συγχρόνως η Λήδα Παπακωνσταντίνου καταπιάνεται με τις ιστορίες , τις αφηγήσεις, τις μνήμες και τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα τους,.

 

«Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη» περνά ανάμεσα από τις γενιές και τα γεγονότα, και συνδέει τις πράξεις σε ένα συνεχή ιστό με τις περιπέτειες και τα δράματα, την καθημερινότητα και τα εξέχοντα γεγονότα που κάνουν την πράξη να λειτουργεί μετατρέποντας την θεατρική υπόθεση σε μάθημα πολιτικού ήθους, όπως θα έλεγε κι ο Αριστοτέλης. Και να που ορθώνεται το έργο της σε μια πράξη συνολική της ιστορίας του νησιού και των ανθρώπων του και λειτουργεί ως ενιαίο έργο, ως έργο εν ενεργεία  και εν κινήσει.

 

Ο δεύτερος τρόπος, προφανώς είναι σαν το παράθυρο, από όπου έχει κανείς μίαν άποψη του κόσμου από μίαν απόσταση που επιτρέπει

τη συνολική αντίληψη και την εποπτεία και φέρει μαζί τη γνώση, τη σοφία, κι αυτό που σημαίνει για τους αρχαίους η λέξη «θεωρία». Στο έργο όμως ενός εικαστικού, όπως η Λίζη Καλλιγά που κάθεται χρόνια τώρα, από παιδί, ατενίζοντας από το παράθυρο–μπαλκόνι των Σπετσών συγκεντρώνοντας το νου της σε ότι βλέπει, σαν το σοφό στο μικροσκόπιο ή στο τηλεσκόπιο, δεν έχουν θέση οι θεωρητικολογίες! Η θεωρία ποτελεί την καθαυτό εποπτεία μιας συνεχούς πραγματικότητας του κόσμου και των κινήσεων που μεταβάλλονται αδιάκοπα, αλλά λαβαίνουν χώρα στον ίδιο χώρο, μπρος στα μάτια αυτού που τα «θωρεί», όπως τόσο ωραία λέει η γλώσσα μας. Αυτού που εποπτεύει τη θωριά του κόσμου θωρώντας. Έτσι η Λίζη Καλλιγά, περνά από τον κόσμο της οικογένειας της, μέσα από τρεις συνεχόμενες γενιές καλλιτεχνών που έζησαν και δούλεψαν σ’ αυτό το σπίτι, για να ατενίσει από την άκρη του νησιού, τη θάλασσα που ανοίγεται μπροστά της. ‘Όλο της το έργο περιεργάζεται αυτές τις ελάχιστες μεταλλαγές και μεταμορφώσεις του φωτός, των ανθρώπων, των πραγμάτων, των φυτών στις γλάστρες, των παιδιών στην παραλία, των νησιών στο βάθος του ορίζοντα, των μωσαϊκών που συνθέτουν τα βότσαλα στις αυλές και τα βότσαλα που ξερνά χύμα η θάλασσα στην παραλία, κάτω από το σπίτι, έξω από το παράθυρο, στο ίδιο μέρος, κάθε μέρα και κάθε ώρα, στο βάθος του ορίζοντα σαν από ένα θεωρείο στο θέατρο ή από μια βίγλα σ’ ένα κάστρο, και βλέπει όσα συμβαίνουν και συνιστούν τις συντεταγμένες της ζωής και της αντίληψης του κόσμου.

 

Όταν η μια κατεβαίνει από τα ψηλά της πόλης  και περιφέρεται μέσα από τους δρόμους, τα σπίτια και τα μαγαζιά ως την καρδιά της ζωής του νησιού, η άλλη βρίσκεται ήδη απόκρημνη, στην άκρη της ξηράς, απέναντι στη θάλασσα, πατώντας στο όριο εκεί που το νησί τελειώνει κι  ανοίγεται το αχανές μπροστά ως θέα του κόσμου κι ως θωριά οικεία του τόπου, ως θεώρηση της σχέσης της στεριάς και της θάλασσας, του ανθρώπου και της φύσης, του παράθυρου και του ανέμου, της σκιάς και του φωτός.

 

Δίπλα ο Άγιος Νικόλας, και για τις δυο τους, μέσα από δυο πόρτες και δυο παράθυρα, έτσι όπως κι ο Αριστοτέλης θεωρεί πως στον πρακτικό βίο, όσο κι αν η πράξη είναι καθοριστική δεν μπορεί παρόλα αυτά να ολοκληρώσει ο βίος το έργο του και να αγγίξει τον τελικό του στόχο αν δεν θεωρήσει μακριά, με σοφία και γνώση, το χώρο έξω από το χρόνο. Και αντίστροφα, ο θεωρητικός βίος, όσο κι αν ατενίσει με τεράστια προσοχή κι αφοσίωση τα όρια του κόσμου, δεν θα φτάσει ποτέ να συλλάβει τη συνολική εποπτεία της ύπαρξης και του όντος εάν δεν αγγίξει ενεργά την κίνηση του ίδιου αυτού που θεωρεί, μέσα στο πλαίσιο της πράξης και της συνέπειας της σχέσης του με αυτό που θεωρεί.

 

Έτσι η δεύτερη πόρτα, είναι σίγουρα η πόρτα που γυρίζει κανείς και επιστρέφει στον τόπο, έξω από το χρόνο, όπως και το δεύτερο παράθυρο είναι αυτό που η θωριά του κόσμου γυρνά προς το εσωτερικό του νησιού, και κοιτά όχι το αχανές, αλλά το μέτρο της ζωής των ανθρώπων, τις πράξεις που τους συναθροίζουν σε κοινωνία και πολιτεία, σε ανθρωπότητα και σε ζωή.

 

Δυο πόρτες, δυο παράθυρα, όπως οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Από τη μια η κορώνα κι από την άλλη τα γράμματα, όπως λέει και το παιχνίδι της τύχης. Και σίγουρα η κορώνα βρίσκονταν στο εργοστάσιο των Σπετσών που έκλεισε κι έγινε ξενοδοχείο, όπως τα γράμματα έγιναν επιγραφές και χαραγματιές στις όψεις της πόλης και στα ίχνη μιας ζωής που αφηγείται σιωπηλά, μόνη της και γαλήνια τη στιγμή όπου οι κινήσεις του κύματος και του αέρα, των άστρων και του ήλιου, του φωτός και της σκιάς, το χτύπημα από τα παντζούρια κι η βροχή, τρέμουν και ανθίστανται σαν τα κεριά στο μοναστήρι. Το καθένα τους κρύβει μέσα στο τρεμάμενο φως του, μίαν ευχή, αυτή που καθιερώνει το κερί που ανάβει κι αποκαλύπτει ακόμα μια, αυτή που κρατά τη φλόγα στο κερί να μη σβήσει.

 

 

Two doors, Two windows.

 

Denys Zacharopoulos

 

 

In a nutshell, we all know that Lizzie Calligas and Leda Papaconstantinou, each in her own way, are Spetsiots, by history as well as by choice. They are old and dear friends, important artists who, through their multifaceted personalities, share their differences and the multiple manifestations of their art, their lives, their island, society and their place in the world.

 

Just as there are two doors on one side and two windows on the other side of the exhibition chamber at the Monastery of Saint Nicholas, this juncture accurately expresses the complementarity between the two, as well as the ways in which each one has chosen to οperate in her work and to experience her place in the word.

 

This coincidence stirred up memories from philosophy, and especially from Aristotle and his subsequent followers. On balance, we have two ways with which we experience the journey towards happiness and virtue, the completion of the project which defines the final ‘good’ which touches on our goal and is the essence of life for every one of us.

 

These are theoretical life, which is based on the way one looks at the world from a critical distance (think of the meaning of the theatre gallery which simultaneously operates as a supervision of the play and as a viewing point of the stage) and practical life, which is based on the act that leads us through motion and action to touch upon the virtues and passions of the world (as in theatre, the meaning of the act does not only concern what one person is doing, but also larger units as a whole and a sequence of personages and actions).

 

Let the experts please forgive such a big simplification of Aristotle, but those who transferred his thoughts to more modern times, Augustine of Hippo and Thomas Aquinas, left us such terms, in Latin, as to how man can experience the world, either ambulando (by walking, by movement) or contemplando (by contemplating, thinking).

 

The first way is like the door, which you open to exit onto the streets and wander the world, and has to do with the art of Leda Papaconstantinou. Since she returned to Spetses from London, she has worked on the streets of the island, with the islanders, playing theatre with the young and the old, on streets and in squares, with her life and their life, through the art and the skills of each person, the labour and professions that make up a community which she got to know from the inside, from person to person. The same community which is being transformed by tourism into something which still has no name, while at the same time Leda Papaconstantinou addresses the stories, the narratives, the memories and the interactions between them.

 

A fairytale thread passes through generations and events, continuously connecting the actions with adventures and dramas, everyday life and outstanding events which make the action work in a way that transforms the theatrical plot into a lesson of political morality, as Aristotle would say.

 

And now her work rises up as a full act of the history of the island and its people, acting as a single piece, a piece active and on the go.

 

The second way is of course the window, through which one has a view of the world from a distance, which allows full perception and supervision and brings with it knowledge, wisdom and that which the ancients described as ‘’theory’’. In the work of an artist like Lizzie Calligas, however, who has sat for years gazing out of her balcony window on Spetses, concentrating on everything she sees, like the wise man uses the microscope or the telescope, there is no place for theory! Theory is the intrinsic supervision of a continuous reality of the world and of movements, which change ceaselessly, but happen in the same place, in plain view of she/he who observes. She/he who supervises the form of the world by observing. Thus, Lizzie Calligas, passes through the world of her family, through three generations of artists who lived and worked in that house, to gaze at the sea spreading out before her. Her entire work examines the miniscule transformations and changes of light, of people, of things, of plants in plant pots, of children on the beach, of islands in the distance, of mosaics formed by pebbles in gardens and pebbles washed up on the beach by the sea, under the house, outside the window, at the same spot, every day, every hour, at the edge of the horizon like in a theatre gallery or a castle watchtower, and she sees everything that happens and that constitute the coordinates of life and the perception of the world.

 

When one of them comes down into town, and wanders through the streets, the houses and shops, until the heart of island life, the other is already far away, at the edge of the shore, stepping on the boundary between the island and the vast openness of the sea, as a view of the world and a familiar form of the land, as a notion of the relationship between the land and the sea, between man and nature, between the window and the wind, between shadow and light.

 

Saint Nicholas standing by both of them, through two doors and two windows, just like Aristotle believes that in practical life, however decisive the act, life still cannot complete its work and touch on the final goal without wisely observing space outside of time. And vice versa, theoretical life, however attentively it observes the limits of the world, will never be able to conceive the full supervision of creation and of the being, if it does not actively touch the movement of that which it is observing, in the context of the act and the consequence of its relationship with that which it is observing.

 

Thus, the second door is definitely the one someone opens and returns to the place, outside of time, such as the second window is the one which the form of the world turns to the interior of the island and looks not at the vastness, but at the measure of people’s lives, the actions that bring them together as a community and a state, as humanity and as life.

 

Two doors, two windows, like two sides of the same coin. Heads or tails, such says the game of chance. Heads was of course the factory on Spetses that became a hotel, like the letters became inscriptions and carvings on the face of the city and the traces of a life that quietly and serenely narrates the moment when the movement of the waves and the air, of the stars and the sun, of light and shadow, the bang of shutters and rain, tremble and resist like candles in a monastery. Each one hides a wish in its trembling light, which enshrines the lit candles and reveals another wish, the one which prevents the candle from snuffing out.